10. «Καρκαλού» - Σταύρος Τορνές (1984)
Ένας νεαρός οδηγός, ένας ηλικιωμένος επιβάτης κι ένα φέρετρο δεμένο πρόχειρα στο πορτμπαγκάζ βρίσκονται μέσα σε ένα ταξί. Η διαδρομή γίνεται ονειρική περιπλάνηση και οι δυο άντρες μεταφέρονται σε τόπους περίεργα πραγματικούς, όπου οι μνήμες μιας ολόκληρης ζωής, σκληρές τις περισσότερες φορές, συμπλέκονται με φαντασιώσεις. Σε αυτό το ταξίδι θα γνωρίσουν ή θα ξανασυναντήσουν την Καρκαλού, μια γυναίκα άλλοτε εύθραυστη και νέα, άλλοτε ταλαιπωρημένη από αυτά που έζησε, πάντα όμως ερωτική. Θα εμφανιστούν κι άλλα γνωστά πρόσωπα, πριν ξαναχαθούν, πριν το τελευταίο κομμάτι του ταξιδιού γίνει μ΄ ένα παλιό φορτηγό που δεν έχει πλέον μηχανή, πριν το ταξί παραδώσει στον τελικό του προορισμό το φέρετρο του ηλικιωμένου άντρα. Κάθε τόσο, ακούγεται το μηχανικό ταξίμετρο που χτυπάει τις μονάδες της διαδρομής και τα λεπτά του χρόνου.
9. «Γλυκιά συμμορία» - Νίκος Νικολαΐδης (1983)
Πέντε ημέρες από τη ζωή μιας παρέας που ακροβατεί ανάμεσα στην εύκολη ζωή και τον κίνδυνο, τις μικροκλοπές και το μεγάλο κόλπο, τα κοφτά λόγια και την αφοσίωση. Μια παρέα που επιλέγει την πρόκληση και την παρανομία ως τη μόνη περιπέτεια στη σύγχρονη μητρόπολη και οδηγείται σταδιακά στο έγκλημα. Ο αστυνομικός κλοιός γύρω τους στενεύει, ο καθένας τους γνωρίζει ότι δεν υπάρχει ελπίδα διαφυγής κι όμως ποζάρουν δυνατοί μέχρι τέλους.
9. «Η Εαρινή σύναξις των Αγροφυλάκων» - Δήμος Αβδελιώδης (1999)
Νήσος Χίος, 1960. Μετά το θάνατο του αγροφύλακα Θολοποταμίου και την απροθυμία που παρατηρείται ως προς τη διαδοχή του, το κοινοτικό συμβούλιο προσφέρει ένα πρόσθετο οικονομικό κίνητρο. Έτσι, ο αγρονόμος Ροδοκανάκης βρίσκει τελικά αντικαταστάτη του αποθανόντος. Πρόκειται για ένα τύπο ιδιαίτερα συμμαζεμένο και δειλό ο οποίος, αντί να προστατεύει τα κτήματα του κόσμου, προσέχει μόνο το μποστάνι του Σιδερή, κι αυτό με χίλια ζόρια. Τελικά πεθαίνει από συγκίνηση, καθώς κρυφοκοιτάζει την ατίθαση Ελισώ, ένα σωστό αγριοκάτσικο, να λούεται ολόγυμνη στη θάλασσα. Ο νέος διάδοχος, ο Ματσαγάνος, ακολουθεί άλλο τροπάριο: το παίζει σκληρό καρύδι και συγκρούεται με τον ιδιοκτήτη του λιοτριβιού. Ακολούθως, προσάγει έξι άτακτους μαθητές στον αγρονόμο κι αυτός τον απολύει για υπερβάλλοντα ζήλο. Επιστρέφει αγριεμένος στο χωριό, τα σπάει στο καφενείο και προσπαθεί ματαίως να συλλάβει την Ελισώ. Ο Λαβίδας, που είναι ο επόμενος αγροφύλακας, κολλάει με μια παρέα χαρτοπαικτών στο καφενείο του γειτονικού χωριού. Χαρτοπαίζει διαρκώς, χάνοντας όλους τους μισθούς του, ακόμα και τον γάϊδαρό του. Κάποια στιγμή εμφανίζονται οι χωροφύλακες και τους συλλαμβάνουν όλους, εκτός από τον ιδιοκτήτη του λιοτριβιού, ο οποίος έχει κρυφτεί μέσα σ’ ένα βαρέλι λαδιού. Ο Σιταράς είναι ο τέταρτος αγροφύλακας, νεότερος απ’ τους προκατόχους του και μέγας χωρατατζής. Γελοιοποιεί τα πάντα, αλλά καταδιώκει κι αυτός την ατίθαση Ελισώ. Υφίσταται βέβαια τις αιχμηρές παρατηρήσεις του υπεύθυνου Ροδοκανάκη και τα παρατάει, για να επιστρέψει στο χωριό και να κατορθώσει τελικά να δαμάσει την Ελισώ, την οποία ποθεί κι εκείνος, όπως οι προηγούμενοι αγροφύλακες.
8. «Η αναπαράσταση» - Θεόδωρος Αγγελόπουλος (1970)
Μετά από χρόνια δουλειά στη Γερμανία, ένας άντρας επιστρέφει στο χωριό του, Τυμφαία της Ηπείρου: μια χούφτα πέτρινα σπίτια σε μια έρημη, τραχιά και αποδεκατισμένη περιοχή από τα τόσα χρόνια μετανάστευσης, όπου μετράνε τις μέρες τους οι λιγοστοί εναπομείναντες κάτοικοι – γέροι, γυναίκες και μικρά παιδιά. Κανένας δεν τον περιμένει, ενώ η κόρη του, στο κατώφλι του σπιτιού, δεν τον αναγνωρίζει. Λίγες μέρες αργότερα, η σύζυγος, με τη βοήθεια του εραστή της, τον σκοτώνει και τον θάβει στον κήπο, φυτεύοντας κρεμμυδάκια πάνω στον τάφο του. Καίει τα ρούχα και τα λιγοστά υπάρχοντά του, και διαδίδει στο χωριό ότι ο άντρας της ξανάφυγε για τη Γερμανία. Για να κάνει ακόμα πιο πιστευτή την αναχώρησή του και για να δημιουργήσει ένα άλλοθι, φεύγει με τον εραστή της για τα Γιάννενα. Στο ξενοδοχείο, δίνουν το όνομα του συζύγου και μιας άλλης γυναίκας. Στο χωριό, όμως, η ξαφνική αναχώρηση του μετανάστη δημιουργεί υποψίες, και γρήγορα θα φτάσει η αστυνομία. Αυτός είναι ο πυρήνας του θέματος που θα αναπτυχθεί μέσα από διαφορετικές έρευνες: τη γραφειοκρατική (της ανάκρισης) που αναζητά έναν ένοχο για να κλείσει την υπόθεση, κι εκείνην μιας ομάδας δημοσιογράφων, η οποία, καταγράφοντας τις μαρτυρίες των κατοίκων, αναδεικνύει το κοινωνιολογικό πλαίσιο που υπέθαλψε αυτή την ιστορία. Το χρονικό του φόνου ολοκληρώνεται με τη σύλληψη της γυναίκας, αλλά η δραματική κοινωνική πραγματικότητα του χωριού παραμένει ανοιχτή πληγή. Η ταινία τελειώνει με την επανάληψη της σκηνής του φόνου. Η αμετάβλητη πραγματικότητα πάνω στην οποία ωρίμασε ο φόνος, παραμένει εκεί.
7. «Ρεμπέτικο» - Κώστας Φέρρης (1983)
Σμύρνη, 1919: Η Αντριάννα, η γυναίκα του ρεμπέτη τραγουδιστή Παναγή, θα φέρει στον κόσμο την μικρή Μαρίκα. Η σχέση τους δεν είναι καλή και σε έναν από τους καυγάδες τους ο Παναγής θα σκοτώσει κατά λάθος την Αντριάννα. Μετά από χρόνια η Μαρίκα γνωρίζει τον Γιάννη, που κάνει τον ταχυδακτυλουργό Χουάν, και κάνουν ένα παιδί. Μετά την γέννηση του παιδιού, ο ταχυδαχτυλουργός Χουάν, βλέποντας ότι η δουλειά του δεν έχει πέραση, αποφασίζει να φύγει από την Ελλάδα. Η Μαρίκα μαζί, με τον φίλο της, τον βιολιστή Γιωργάκη, θα βρεθούν στην ταβέρνα όπου εμφανίζεται ο Μπάμπης με το συγκρότημά του.
6. «Η Κάλπικη Λίρα» - Γιώργος Τζαβέλας (1955)
Η υπόθεση αφορά μία λίρα κάλπικη η οποία δημιουργήθηκε από το πρωταγωνιστή της πρώτης από τις 4 ιστορίες δηλαδή τον Βασίλη Λογοθετίδη, που όμως δεν καταφέρνει να προσφέρει στους κατόχους της εκείνα που ονειρεύονται δηλαδή τα πλούτη. Αποτελεί μια ηθογραφία της κοινωνίας του '50 με την ιδιαίτερη οπτική γωνία του σκηνοθέτη Γιώργου Τζαβέλλα. Έχει χαρακτηρισθεί ως μια από τις 1000 καλύτερες ταινίες του παγκοσμίου κινηματογράφου και αποτελεί πιθανότατα την πλέον εξέχουσα από τις ελληνικές.
5. «Στέλλα» - Μιχάλης Κακογιάννης (1955)
H βραβευμένη με Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας «Στέλλα» το 1955, είναι κάτι παραπάνω από μια υπέροχη ιστορία αγάπης. Είναι ένα σημείο αναφοράς για την εποχή της, αφού μέσα από τη σχέση της ασυμβίβαστης Στέλλας (Μελίνα Μερκούρη) με τον εγωιστή Μίλτο (Γιώργος Φούντας), ο δημιουργός της εκφράζει την προσωπική του ματιά σε μια εποχή δύσκολη, μια χρονιά σημαντική για την Ελλάδα. Η εκπληκτική ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη ανάγει τη «Στέλλα» σε σύμβολο ελευθερίας και ανεξαρτησίας τόσο βαθιά ελληνικό, που ακόμα και σήμερα προκαλεί συγκίνηση, ενώ η αξέχαστη ατάκα του Μίλτου (Γιώργος Φούντας) «Στέλλα, κρατάω μαχαίρι», ανήκει στην ανθολογία του ελληνικού κινηματογράφου.
4. «Η Φωτογραφία» - Νίκος Παπατάκης (1986)
Στα χρόνια της δικτατορίας, ο Ηλίας υπηρετεί μια δύσκολη θητεία στο στρατό, χαρακτηρισμένος ως γιος κομουνιστή που πολέμησε και σκοτώθηκε στον Εμφύλιο. Για τον ίδιο λόγο, όταν απολύεται και επιστρέφει στη μικρή κοινωνία της Καστοριάς, δεν μπορεί να ελπίζει σε κάτι, παρά μόνο να μεταναστεύσει, όπου αυτό είναι δυνατό. Φεύγει για το Παρίσι και προσπαθεί να προσεγγίσει ένα γουναρά που βρίσκεται εκεί από χρόνια, τον Γεράσιμο, μακρινό συγγενή της μητέρας του. Μέρα με τη μέρα αναπτύσσεται μεταξύ τους μια σχέση εμπιστοσύνης και αγάπης, όμως ταυτόχρονα τα πάντα οικοδομούνται πάνω σ΄ ένα επιπόλαιο ψέμα που ο Ηλίας είπε στον Γεράσιμο, το πρώτο βράδυ της γνωριμίας τους, όταν συνέστησε την κοπέλα μιας φωτογραφίας που είχε μαζί του, ως τη φανταστική αδελφή του. Ο Γεράσιμος στους μήνες που ακολουθούν την ερωτεύεται και αναδιατάσσει πλέον ολόκληρη τη ζωή του, ώστε να την παντρευτεί. Διχασμένος ανάμεσα στην ειλικρινή ευγνωμοσύνη και την ανάγκη της επιβίωσης, ο Ηλίας συνεχίζει να τροφοδοτεί με ψέματα την εξ αποστάσεως αγάπη του Γεράσιμου για μια γυναίκα που δεν υπάρχει, την Ευτυχία, έως ότου πια, οι δυο τους επιστρέφουν στην Ελλάδα για τον γάμο.
3. «Ο Θίασος» - Θεόδωρος Αγγελόπουλος (1974-1975)
Η ταινία ακολουθεί τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου στην Ελλάδα από το 1939 μέχρι το 1952, ο οποίος προσπαθεί να παρουσιάσει μια θεατρική παράσταση του βουκολικού δράματος του Περεσιάδη Γκόλφω, η βοσκοπούλα. Η πολιτική ιστορία της Ελλάδας και η ιδιωτική των μελών του θιάσου (που είναι ταυτόχρονα και μέλη της ίδιας οικογένειας) πλέκονται αξεδιάλυτα. Από τη μια παρακολουθούμε τις τελευταίες μέρες της δικτατορίας του Μεταξά, την έναρξη του πολέμου, την ιταλική εισβολή, τη γερμανική κατοχή, την Απελευθέρωση, την άφιξη των συμμάχων (Άγγλων αρχικά και Αμερικανών στη συνέχεια), την καταπίεση των «αριστερών» αγωνιστών και τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, μέχρι τις εκλογές του 1952 όπου κυριαρχούν οι δυνάμεις της Δεξιάς. Από την άλλη, οι περιπέτειες της οικογένειας του Oρέστη, της αδελφής του, του πατέρα του, της μητέρας του και του εραστή της, παραπέμπουν στον κεντρικό πυρήνα του μύθου των Ατρειδών. O πατέρας εκτελείται από τους Γερμανούς, μετά την προδοτική καταγγελία του εραστή της μητέρας, κι ο Oρέστης, αντάρτης της Αριστεράς, με τη συνεργασία της αδελφής, θα σκοτώσει επί σκηνής τη μητέρα του και τον εραστή της, για να έρθει και η δική του εκτέλεση κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων που ακολούθησαν τη γενική καταστολή του αντάρτικου κατά τον Εμφύλιο. Το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι η μεγάλη αδελφή (εκείνη που, κατά το σχήμα του μύθου, θα ήταν η Ηλέκτρα), η μόνη της οικογένειας που, μετά τα δεκατρία χρόνια Ιστορίας τα οποία πραγματεύεται η ταινία, μένει ώς το τέλος και φροντίζει τον μικρό Oρέστη, το γιο της μικρής αδελφής που έχει παντρευτεί έναν αμερικανό αξιωματικό. Η χρονολογική κατασκευή της ταινίας, περίπλοκη και πολύπλοκη, κτίζεται με διαρκείς χρονικούς ελιγμούς και συνεχείς εναλλαγές εποχών. Η ταινία αρχίζει το 1952 και τελειώνει το 1939 μ' ένα πανομοιότυπο πλάνο.
Σε ένα χωριό της Θράκης, ο Γιώργος, λοχίας, θα γνωρίσει την Ευδοκία σε ένα καφενείο. Σκνίπα ο Γιώργος θα χορέψει ζειμπέικο αφιερωμένο γι' αυτή. Ο αρραβωνιαστικός της Ευδοκίας αντιδρά και γίνεται καυγάς. Την επόμενη μέρα η Ευδοκία διώχνει τον αρραβωνιαστικό της για χάρη του Γιώργου. Συναντιούνται και αποφασίζουν να παντρευτούν. Την ημέρα του γάμου ο Γιώργος δεν μπορεί να πάρει άδεια, βγαίνει κρυφά αλλά έρχεται καθυστερημένος. Ο γάμος αναβάλλεται.
1. «Ο Δράκος» - Νίκος Κούνδουρος (1956)
Ένας ασήμαντος τραπεζικός υπάλληλος ετοιμάζεται να περάσει μόνος τις διακοπές της Πρωτοχρονιάς όταν τρομοκρατημένος συνειδητοποιεί ότι μοιάζει μ’ έναν κακοποιό που οι εφημερίδες αποκαλούν «Ο Δράκος». Λόγω της παρεξήγησης, η αστυνομία τον καταδιώκει και αυτός βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα καμπαρέ. Μες στη διφορούμενη γοητεία της νύχτας, μία συμμορία του υποκόσμου τον αντιμετωπίζει ως τον γνήσιο Δράκο και μία χορεύτρια του καμπαρέ τον συμπαθεί. Σταδιακά ταυτίζεται με τον καινούργιο του ρόλο, και η επιθυμία του να δραπετεύσει απ’ την γκρίζα του ζωή και να γίνει «κάποιος» τον ωθεί στο να ηγηθεί μιας ληστείας αρχαιοτήτων. Όταν αποκαλύπτεται η αλήθεια, ο Δράκος βρίσκει τραγικό τέλος.